- τρυπητήρας
- [-ήρ (-ήρος)] ο , τρυπητήρι[ον] τό шило
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τρυπητήρας — ο / τρυπητήρ, ῆρος, ΝΑ το τρυπητήρι αρχ. χάλκινο ή πήλινο αγγείο με πολλές οπές, τρυπητό, σουρωτήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυπῶ + κατάλ. τήρ* (πρβλ. κινη τήρ[ας])] … Dictionary of Greek
τρυπητῆρας — τρυπητήρ pierced vessel masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυπητήρ — ῆρος, ὁ, ΝΑ βλ. τρυπητήρας … Dictionary of Greek
τρυπητήρι — το, Ν εργαλείο με το οποίο γίνεται διάνοιξη οπών με πίεση σε σώματα μικρής ή μέτριας σκληρότητας, όπως σε ναστόχαρτο, δέρμα κ.ά., τρυπητήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυπητήρ(ας), βλ. και τήριο. Η λ., στον λόγιο τ. τρυπητήριον, μαρτυρείται από το 1847 στον … Dictionary of Greek